- λογγοβαρδικός
- -ή, -όβλ. λομβαρδικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λομβαρδικός — και λογγοβαρδικός, ή, ό [Λομβαρδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λομβαρδία ή στους Λομβαρδούς («λομβαρδική σχολή») … Dictionary of Greek